- ἐτίταινε
- τιταίνωstretchimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek
ήμος — ἦμος (επικ. ιων. τ.), δωρ. τ. ἆμος (Α) 1. (ως ανταπόδοση στον σύνδ. τῆμος ή στις φρ. «τότ ἔπειτα», «καὶ τότε δή», «δὴ τότε») όταν, κατά τον χρόνο που, σαν («ἦμος δ ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει, καὶ τότε δὴ χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα», Ομ … Dictionary of Greek